αναισθητικά

αναισθητικά
Φαρμακευτικές ουσίεςπου η βασική τους ενέργεια είναι η πρόκληση νάρκωσης. Ο όρος νάρκωση είναι γενικός και δηλώνει την οποιαδήποτε παροδική μείωση ή κατάργηση κυτταρικών λειτουργιών. Τα α. διακρίνονται σε γενικά και τοπικά. γενικά α.Φάρμακα που προκαλούν νάρκωση των κυττάρων του κεντρικού νευρικού συστήματος, με αποτέλεσμα τη γενική αναισθησία. Τα γενικά α. παρέχονται είτε από τους πνεύμονες (πτητικά ή αέρια α.) είτε με ενδοφλέβια ένεση είτε από το απευθυσμένο (διάλυμα στερεών α. για τις δύο τελευταίες μεθόδουςχορήγησης). Τα κυριότερα πτητικά υγρά και αέρια α. είναι το υποξείδιο του αζώτου, το χλωροφόρμιο, ο αιθέρας, το χλωριούχο αιθύλιο, το τριχλωροαιθυλένιο, η αλοθάνη και το κυκλοπροπάνιο. Σήμερα, χρησιμοποιείται κυρίως μεθοξυφλουράνιο (σε συνδυασμό με υποξείδιο του αζώτου και οξυγόνο) και στο εξωτερικό το αλοθάνιο. Στα στερεά α. κατατάσσονται τα βαρβιτουρικά, όπως π.χ. η θειοπεντάλη, η εξοβαρβιτάλη κλπ. τοπικά α.Φάρμακα που με εκλεκτικότρόπο καταργούν πρόσκαιρα στον τόπο εφαρμογής τους τη διεγερσιμότητα και αγωγιμότητα των νευρικών ινών και γενικά των νεύρων, χωρίς να προκαλούν βλάβες σε αυτά και στους γύρω ιστούς. Τα τοπικά α. μπορούν να δράσουν σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής των νεύρων (αν εφαρμοστούν κατάλληλα), δηλαδή μπορούν να δράσουν στις απολήξεις ή στο στέλεχος ή στις συνάψεις. Στην πράξη, τις περισσότερες φορές μας ενδιαφέρει η αισθητική απομόνωση μιας περιοχής του σώματος, και ιδιαίτερα η κατάργηση του πόνου σε αυτή την περιοχή. Γι’ αυτό, σχεδόν πάντα η τοπική αναισθησία ταυτίζεται με την τοπική αναλγησία. Τα σημαντικότερα τοπικά α. είναι η προκαΐνη, η κοκαΐνη, η λιδοκαΐνη, η βενζοκαΐνη, η πραμοξίνη και η πιπεροκαΐνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναισθητικά — τα (ιατρ.), φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν αναισθησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • καταπραϋντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταπραΰνει, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κατευναστικός 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμάκου που ηρεμεί τον πόνο και την εγερσιμότητα τού νευρικού συστήματος, δεν δρα όμως αναισθητικά. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • κολλύριο — Φάρμακο τοπικής χρήσης για τη θεραπεία των ασθενειών των ματιών ή των βλεφάρων. Σήμερα τα ξηρά κ. έχουν καταργηθεί, χρησιμοποιούνται όμως σε μεγάλη έκταση τα υδατικά κ. σε μορφή σταγόνων. Αυτά περιέχουν διαλύματα φαρμακευτικών ουσιών με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… …   Dictionary of Greek

  • ηρεμιστικά — Ψυχοφάρμακα ή ψυχοτρόπα φάρμακα, δηλαδή φάρμακα που επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες και τη συμπεριφορά. Διακρίνoνται δύο κατηγορίες: τα μεγάλης δραστικότητας (φαινοθειαζίνες κλπ.) και τα απλά (βενζοδιαζεπάμη κλπ.). Τα πρώτα έχουν πολλές άλλες… …   Dictionary of Greek

  • κακοήθης υπερθερμία — Γενετική διαταραχή που προκαλεί ισχυρές μυϊκές συσπάσεις και επικίνδυνα υψηλό πυρετό, όταν στον ασθενή χορηγούνται αναισθητικά αέρια πριν από μια εγχείρηση …   Dictionary of Greek

  • αναισθητικός — ή, ό 1. αυτός που φέρνει αναισθησία: Υπάρχουν πολλά αναισθητικά φάρμακα. 2. αυτός που έχει σχέση με την αναισθησία: Έκαμε αναισθητικές εισπνοές. 3. αυτός που προκαλείται με αναισθητικό φάρμακο: Οι γιατροί προκάλεσαν στον άρρωστο αναισθητικό ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”